ἀπρόσωπος — without a face masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρόσωπος — η, ο 1. αυτός που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο 2. φρ. α) «απρόσωπα ρήματα» ρήματα που απαντούν πάντοτε ή συνήθως μόνο στο γ εν. πρόσωπο και το υποκείμενό τους δεν είναι πρόσωπο αλλά απαρέμφατο ή δευτερεύουσα πρόταση («απρόσωπη σύνταξη»)… … Dictionary of Greek
ἀπροσώπως — ἀπρόσωπος without a face adverbial ἀπρόσωπος without a face masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσωπον — ἀπρόσωπος without a face masc/fem acc sg ἀπρόσωπος without a face neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσώπου — ἀπρόσωπος without a face masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσώπους — ἀπρόσωπος without a face masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσώπων — ἀπρόσωπος without a face masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσωπα — ἀπρόσωπος without a face neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσωποι — ἀπρόσωπος without a face masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek