απρόσωπος

απρόσωπος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο: Προκαταβολικά είχε εξηγήσει πως μιλούσε απρόσωπα.
2. (γραμμ.), «απρόσωπα ρήματα» λέγονται αυτά που χρησιμοποιούνται μόνο στο γ' ενικό πρόσωπο χωρίς ρητό ή εννοούμενο υποκείμενο· τέτοια είναι τα: χρειάζεται, φαίνεται, λέγεται, επιβάλλεται, είναι ανάγκη κ.ά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπρόσωπος — without a face masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρόσωπος — η, ο 1. αυτός που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο 2. φρ. α) «απρόσωπα ρήματα» ρήματα που απαντούν πάντοτε ή συνήθως μόνο στο γ εν. πρόσωπο και το υποκείμενό τους δεν είναι πρόσωπο αλλά απαρέμφατο ή δευτερεύουσα πρόταση («απρόσωπη σύνταξη»)… …   Dictionary of Greek

  • ἀπροσώπως — ἀπρόσωπος without a face adverbial ἀπρόσωπος without a face masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσωπον — ἀπρόσωπος without a face masc/fem acc sg ἀπρόσωπος without a face neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσώπου — ἀπρόσωπος without a face masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσώπους — ἀπρόσωπος without a face masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσώπων — ἀπρόσωπος without a face masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσωπα — ἀπρόσωπος without a face neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσωποι — ἀπρόσωπος without a face masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”